ΜΟΡΦΕΣ ΔΕΣΜΟΥ ΣΤΗΝ ΠΑΙΔΙΚΗ ΗΛΙΚΙΑ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΕΝΗΛΙΚΗ ΖΩΗ
Το είδος και η ποιότητα των συναισθηματικών μας σχέσεων ασκεί καθοριστική επίδραση στην ικανοποίηση από τη ζωή μας, στην ψυχική υγεία και στην ευημερία μας.
Με ποιο τρόπο, όμως, σχετιζόμαστε με τους άλλους; Είναι τυχαία η επιλογή του συντρόφου μας ή επηρεάζεται από βιώματα της παιδικής μας ηλικίας; Πώς βιώνουμε τον έρωτα, την απόρριψη, την απώλεια, τον χωρισμό, τις διαφωνίες μέσα σε μια σχέση;
Η θεωρία της προσκόλλησης ( Bowlby,1973), μας προτείνει μια εξήγηση, εστιάζοντας στη σύνδεση ανάμεσα στα βιώματα της παιδικής ηλικίας και στον τρόπο που σχετιζόμαστε στην ενήλικη ζωή.
Από την πρώτη στιγμή της γέννησής μας, ήδη, έχουμε την τάση να αναπτύσσουμε ισχυρούς συναισθηματικούς δεσμούς με το πρόσωπο που έχει τη φροντίδα μας (“δεσμός προσκόλλησης”-Bowlby, 1973), συνήθως με τη μητέρα. Φαίνεται σα να γεννιόμαστε με μια φυσική τάση να δημιουργούμε συναισθηματικούς δεσμούς, μια τάση που διαρκεί σε ολόκληρη τη ζωή μας και μας ακολουθεί «από την κούνια μέχρι τον τάφο» όπως λέει χαρακτηριστικά ο Bowlby.
Για το βρέφος, η ανάπτυξη εγγύτητας με κάποιο πρόσωπο δυνατότερο και σοφότερο είναι ζωτικής σημασίας. Το βρέφος εξαρτάται από τη μητέρα και εκείνη, με τη σειρά της, εκδηλώνει προστατευτική συμπεριφορά για να το προστατεύσει από κάθε είδους κίνδυνο.
Ο τρόπος που συνδεόμαστε με τη μητέρα (το είδος της προσκόλλησης που θα αναπτύξουμε), καθορίζει τον τρόπο που θα συνδεθούμε με τον/την σύντροφό μας στην ενήλικη ζωή. Σύμφωνα με την ίδια θεωρία, αν αναπτύξαμε ένα σταθερό και ισχυρό συναισθηματικό δεσμό προσκόλλησης, στην αρχή της ζωής μας, με το άτομο που είχε την βασική φροντίδα μας, καθώς μεγαλώνουμε θα είμαστε ικανοί για τη δημιουργία υγιών και ισορροπημένων σχέσεων.
Είναι γεγονός ότι τα είδη προσκόλλησης διαφέρουν με αποτέλεσμα, διαφορετικά είδη δεσμού να οδηγούν σε διαφορετικά είδη σχέσεων στην ενήλικη ζωή. Οι διαφορές αυτές έχουν τις ρίζες τους στις πολύ ιδιαίτερες και διαφορετικές εμπειρίες που βίωσε ο καθένας/η καθεμία στην παιδική του/της ηλικία μέσα από την αλληλεπίδρασή του/της με τα σημαντικά πρόσωπα της ζωής του/της. Οι διαφορετικές μορφές δεσμού που αναπτύσσουν οι άνθρωποι στην παιδική ηλικία, οδηγούν σε τέτοιες συναισθηματικές σχέσεις στην ενήλικη ζωή τους, ώστε καταλήγουν να αναπαράγουν τους ίδιους ρόλους που είχαν βιώσει στις αρχικές τους οικογένειες.
Η Ainsworth, Blehar, Waters και Wall (1978) εφαρμόζοντας, σε παιδιά 12-18 μηνών, την πειραματική διαδικασία, γνωστή ως «συνθήκη του ξένου», κατηγοριοποίησαν τις μορφές των δεσμών που αναπτύσσουν τα βρέφη, μελετώντας τις αντιδράσεις τους όταν η μητέρα τους απομακρυνθεί προσωρινά και εκείνα μείνουν μόνα με έναν ξένο άνθρωπο, σε έναν άγνωστο χώρο.
Η Ainsworth κατέληξε σε 3 βασικούς τύπους δεσμού που διαμορφώνονται κατά τη διάρκεια της παιδικής ηλικίας και οδηγούν σε αντίστοιχους τύπους ερωτικών προσκολλήσεων στην ενήλικη ζωή:
Ασφαλής προσκόλληση
Σε αυτή την μορφή δεσμού, το βρέφος ανησυχεί όταν η μητέρα απομακρύνεται από κοντά του, οι αντιδράσεις του, όμως, είναι ήπιες χωρίς να εκδηλώνει άγχος ή φόβο εγκατάλειψης. Το ασφαλές παιδί εξερευνά το περιβάλλον και κατά την επιστροφή της μητέρας, την υποδέχεται με χαρά και ανακούφιση. Άλλα βρέφη, αρκούνται στην παρουσία της μητέρας από απόσταση καθώς τα ίδια συνεχίζουν να παίζουν με τα παιχνίδια τους και να εξερευνούν το περιβάλλον.
Ο ασφαλής τύπος δημιουργείται από μητέρες που είναι τρυφερές και σταθερές και ανταποκρίνονται με ευαισθησία στις ανάγκες του βρέφους τους.
Στην ενήλικη ζωή, οι άνθρωποι με ασφαλή προσκόλληση διαθέτουν υψηλή αυτοεκτίμηση και αυτοπεποίθηση και εισπράττουν αγάπη και σεβασμό από τους γύρω τους. Περιγράφονται ως καλοσυνάτοι, αλτρουιστές και αξιόπιστοι. Επιθυμούν την ανάπτυξη στενών συναισθηματικών σχέσεων και είναι ικανοί να διατηρήσουν μια ισορροπία ανάμεσα στη συντροφικότητα και στην αυτονομία. Όταν αντιμετωπίζουν δυσκολίες στη ζωή τους, αποδέχονται την κατάσταση, διαχειρίζονται τα συναισθήματά τους και δεν διστάζουν να ζητήσουν βοήθεια αν την χρειαστούν. Στην ερωτική τους ζωή, πλησιάζουν με ευκολία άλλα πρόσωπα, εμπιστεύονται εύκολα και δημιουργούν σχέσεις ισότητας και αμοιβαιότητας. Αισθάνονται άνετα με την οικειότητα και δεν διστάζουν να δώσουν και να πάρουν στοργή, τρυφερότητα και αγάπη.
Ανασφαλής αποφευκτική προσκόλληση
Στην απορριπτική προσκόλληση, το βρέφος, κατά την απομάκρυνση της μητέρας, παρουσιάζει αποστασιοποιημένη, αδιάφορη συμπεριφορά και γενικά δείχνει σα να αποφεύγει τη μητέρα του. Δεν αντιδρά όταν η μητέρα απομακρύνεται και αν διαμαρτυρηθεί, εύκολα δέχεται παρηγοριά από κάποιο άλλο πρόσωπο, χωρίς να αναζητά την μητέρα. Όταν εκείνη επιστρέφει, το βρέφος την αγνοεί ή της δίνει ελάχιστη προσοχή
Ο απορριπτικός τύπος δεσμού παρουσιάζεται όταν η μητέρα εκδηλώνει άκαμπτη ή και επιθετική συμπεριφορά, αποφεύγει την επαφή με το βρέφος ή αντιδρά με θυμό στις έντονες αντιδράσεις του παιδιού.
Στην ενήλικη ζωή, οι άνθρωποι που ανέπτυξαν απορριπτική προσκόλληση αναφέρονται στην μητέρα τους ως απόμακρη, ψυχρή και απορριπτική που δεν κατάφερε να καλύψει τις συναισθηματικές τους ανάγκες. Αισθάνονται φόβο και δυσπιστία για τα κίνητρα των άλλων, κρατούν αποστάσεις, αποφεύγουν να επενδύσουν συναισθηματικά και παρουσιάζουν μια στάση απόμακρη. Έχουν δυσκολία να μοιραστούν τα συναισθήματά τους με άλλα πρόσωπα και νιώθουν αμήχανα σε συνθήκες οικειότητας γι΄ αυτό και δυσκολεύονται να δημιουργήσουν και να διατηρήσουν σταθερές σχέσεις. Αποδίδουν μεγάλη σημασία στην αυτονομία και στην ανεξαρτησία τους και στηρίζονται μόνο στον εαυτό τους.
Ανασφαλής αμφιθυμική προσκόλληση
Σε αυτόν τον τύπο προσκόλλησης, όταν η μητέρα απομακρύνεται, το βρέφος βιώνει κατακλυσμικό άγχος και έντονο θυμό. Μπορεί να προβάλλει αντίσταση στη μητέρα, όταν εκείνη το πάρει αγκαλιά, ή να εκδηλώνει αμφιθυμική συμπεριφορά, δηλαδή μπορεί να επιδιώκει τη σωματική επαφή, ενώ ταυτόχρονα να αντιστέκεται σε αυτήν και να εκδηλώνει έντονη αντίδραση μέχρι η μητέρα να το αφήσει κάτω. Ίσως, πάλι, να υιοθετεί μια παθητική συμπεριφορά ή να κλαίει όταν επιστρέφει η μητέρα αλλά χωρίς να κάνει προσπάθεια να την πλησιάσει.
Αυτή η μορφή δεσμού είναι συνέπεια της φροντίδας από μητέρες με ασυνεπή και παρεμβατική συμπεριφορά που, όπως και στην αποφευκτική μορφή, αδυνατούν να ανταποκριθούν με ευαισθησία στις ανάγκες του παιδιού τους. Η μητέρα μπορεί να μην είναι συναισθηματικά διαθέσιμη ή να έχει απρόβλεπτη και ασταθή συμπεριφορά.
Στην ενήλικη ζωή, οι άνθρωποι με αμφιθυμικό δεσμό χαρακτηρίζονται από χαμηλή αυτοεκτίμηση και υπερβολικό άγχος. Έχουν πολύ μεγάλη ανάγκη την αποδοχή των άλλων και θα μπορούσαν να κάνουν, σχεδόν, οτιδήποτε προκειμένου να την κερδίσουν. Στις προσωπικές τους σχέσεις, έχουν μια έντονη ανάγκη για συναισθηματική εγγύτητα και εξάρτηση από τους άλλους. Ακόμη και η σκέψη της απόρριψης και της εγκατάλειψης από τον/την σύντροφό τους τους φέρνει σε κατάσταση πανικού. Η συνεχής ανησυχία τους ότι οι άλλοι δεν τους αγαπούν αρκετά και ο φόβος ότι θα τους εγκαταλείψουν, τους ωθεί να καταπιέζουν τα κοντινά τους πρόσωπα και να τους ασκούν ασφυκτικό έλεγχο. Κάθε ένδειξη που μπορεί να ερμηνευθεί ως πρόθεση του/της συντρόφου να απομακρυνθεί μπορεί να πυροδοτήσει ανεξέλεγκτα ξεσπάσματα θυμού.
Εκτός από τις παραπάνω μορφές προσκόλλησης, έχει αναφερθεί από τους Main & Solomon (1986), μια ακόμη μορφή, η αποδιοργανωμένη προσκόλληση, η οποία παρατηρείται σπάνια.
Στην αποδιοργανωμένη προσκόλληση, τα βρέφη παρουσιάζουν αμφιθυμική συμπεριφορά απέναντι στη μητέρα και ανταποκρίνονται στην επανασύνδεση με τη μητέρα με αποπροσανατολισμό και αντιφατική συμπεριφορά. Μπορεί να την πλησιάσουν και αμέσως μετά να βάλουν ξαφνικά τα κλάματα ή να προσπαθήσουν να την αποφύγουν. Μπορεί να παρουσιάζονται θλιμμένα, αποπροσανατολισμένα ή με επίπεδο συναίσθημα. Μπορεί να τρομάζουν και να ξαφνιάζονται εύκολα, να έχουν κενό βλέμμα ή να παγώνουν τις κινήσεις τους.
Η σπάνια αυτή μορφή δημιουργείται από μητέρες πολύ βίαιες ή μητέρες με ψυχωσικές διαταραχές αλλά είναι, επίσης, πιθανό να παρουσιαστούν αυτά τα συμπτώματα και σε παιδιά που μεγάλωσαν σε ιδρύματα.
Στην ενήλικη ζωή, τα άτομα με αποδιοργανωμένο δεσμό, δεν παρουσιάζουν μια σταθερή συμπεριφορά. Μπορεί να παρουσιάζουν, ως ενήλικοι, μεγάλη ανάγκη για εγγύτητα ενώ την αμέσως επόμενη στιγμή να γίνονται απόμακροι και αποστασιοποιημένοι ή να είναι ζεστοί και τρυφεροί και ξαφνικά να καταλήγουν σε εκρήξεις οργής ή να έχουν παρανοϊκές ιδέες. Μπορεί να είναι φοβισμένοι/ες ή επιθετικοί/ές. Γενικά, δεν παρουσιάζουν μόνο μια συγκεκριμένη συμπεριφορά αλλά είναι συναισθηματικά ασταθείς και απρόβλεπτοι.
Σε έρευνα των Lyons-Ruth, Alpern και Repacholi (1993) διαπιστώθηκε ότι η μόνη από τις παραπάνω κατηγορίες που έχει στενή σχέση με την εκδήλωση ψυχοπαθολογίας είναι η αποδιοργανωμένη μορφή. Σε έρευνες που έγιναν για την ανασφαλή μορφή προσκόλλησης τα ευρήματα ήταν αντιφατικά και δεν επιβεβαιώθηκε η πιθανότητα εκδήλωσης ψυχοπαθολογίας.
Αν θέλουμε αν αναφερθούμε σε ποσοστά, ένα ποσοστό περίπου 56% των ενηλίκων κατηγοριοποιούνται ως ασφαλείς, το 23 με 24% ως αποφευκτικοί και το 19 με 20% ως αμφιθυμικοί στις ερωτικές τους σχέσεις.
Βιβλιογραφία: -Παπαδάκη -Μιχαηλίδη, Ε. (2014). Από τους γονείς στους ερωτικούς συντρόφους( η διαγενεακή διάσταση της συναισθηματικής, κοινωνικής και σεξουαλικής ανάπτυξης μέσα από τη νεοψυχαναλυτική σκέψη). Εκδόσεις Πεδίο, Αθήνα -Hilgard, T. (2003). Εισαγωγή στην Ψυχολογία. Εκδόσεις Παπαζήση, τόμος Α’, Αθήνα -Oatley, K. & Jenkins, J.M. (2004). Συγκίνηση: Ερμηνείες και Κατανόηση. Εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα Featured Image: By Pana Koutloumpasis on pixabay